- αἰνιγματιστάς
- αἰνιγματιστά̱ς , αἰνιγματιστήςone who speaks riddlesmasc acc plαἰνιγματιστά̱ς , αἰνιγματιστήςone who speaks riddlesmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.